φαντο

φαντο
    φάντο
    эп. (= ἔφαντο) 3 л. pl. impf. med. к φημί См. φημι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φαντο" в других словарях:

  • φάντο — φημί Spir. Prooem. aor ind mid 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Αραμπάλ, Φερνάντο — (Fernando Arrabal, Μελίγια 1932 –). Ισπανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα σφραγίζονται από μια ατμόσφαιρα έντονης φρίκης, όπως συμβαίνει και στο πρώιμο θέατρο του Ανταμόβ, και κυριαρχούνται από χαρακτήρες με μια… …   Dictionary of Greek

  • συνύφαντο — συνύ̱φαντο , συνυφαίνω weave together plup ind mp 3rd pl (epic ionic) συνύ̱φαντο , συνυφαίνω weave together plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύφαντο — ἐνύ̱φαντο , ἐνυφαίνω weave in as a pattern plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ἐνύ̱φαντο , ἐνυφαίνω weave in as a pattern plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»